ὁμονοεῖ

ὁμονοεῖ
ὁμονοέω
to be of one mind
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ὁμονοέω
to be of one mind
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ομονοώ — (ΑΜ ὁμονοῶ, έω) [ομόνους] 1. έχω τις ίδιες σκέψεις και αντιλήψεις και τα ίδια αισθήματα με κάποιον άλλο, συμφωνώ με κάποιον 2. βρίσκομαι σε σύμπνοια, διατηρώ αρμονικές σχέσεις με κάποιον νεοελλ. μσν. 1. μονοιάζω, συμφιλιώνομαι 2. φέρω σε ομόνοια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”